- λουτήρ,-ῆρος
- ὁ N 3 7-8-0-0-0=15 Ex 30,18.28; 31,9; 38,26(8); 38,27(40,30)washing tub, basin; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
λουτήρας — ο (AM λουτήρ, ῆρος) σκεύος ή κτιστό σκαφοειδές κατασκεύασμα στο οποίο πλένεται κάποιος, μπανιέρα («ποίησον λουτῆρα χαλκοῡν καὶ βάσιν αὐτῷ χαλκῆν, ὥστε νίπτεσθαι», ΠΔ) νεοελλ. χημ. μία από τις μορφές τού μορίου τών κυκλοεξανίων μσν. το βαπτιστήριο … Dictionary of Greek